- μυκορρίζια ή ριζομύκια
- Βοτανικός όρος που χαρακτηρίζει τις ειδικές κοινοβιακές συμβιώσεις, οι οποίες πραγματοποιούνται ανάμεσα στις νεαρές ρίζες των φυτών και στις υφές (επιμήκη κυλινδρικά νήματα) των μυκήτων. Τα μ. μελετήθηκαν λεπτομερώς για πρώτη φορά κατά τα τέλη του 19ου αι. από τον Γερμανό Φρανκ, ο οποίος πραγματοποίησε σοβαρές έρευνες επί της ανάπτυξης των πυρηνομυκήτων του γένους τούβερ (κοινώς τρούφες). Τα μ. διακρίνονται σε εξώτροφα, όταν ο μύκητας περιβάλλει με πλεκτέγχυμα τις ρίζες, και ενδότροφα όταν εγκαθίσταται στο εσωτερικό των επιδερμικών κυττάρων των ριζών, προκαλώντας πάντοτε αλλαγές στη μορφή τους: ελαφρές υπερτροφίες και επανειλημμένες διακλαδώσεις με μορφή τσαμπιού· τα ριζικά τριχίδια λείπουν τελείως ή είναι ελάχιστα. Ο μύκητας λειτουργεί παρόμοια με τα ριζικά τριχίδια, και, όπως απέδειξαν τα πειράματα, φαίνεται να έχει ικανότητα ταχύτερης απορρόφησης των ανόργανων αλάτων και, συνεπώς, ποσοτικά μεγαλύτερης από αυτά. Οι μυκορριζικοί μύκητες υπάγονται αποκλειστικά στους ασκομύκητες και βασιδιομύκητες: μεταξύ αυτών των τελευταίων, υπάρχουν πάρα πολλοί με καρπόσωμα (μανιτάρι), όπως ο βολέττος (αμανίτης), οι οποίοι δημιουργούν εξώτροφα μ. στα πιο κοινά δασικά είδη (καστανιά, οξυά, δρυς κλπ.). Ενδότροφα μ. έχουν πάντοτε οι ορχιδέες και φαίνεται ότι πολλές απ’ αυτές δεν μπορούν να φυτρώσουν χωρίς τον μύκητα. Αυτό εξηγεί γιατί οι ανθοκαλλιεργητές, όταν πρόκειται να σπείρουν ορχιδέες, βάζουν στο υπόθεμα ριζοβολίας κομμάτια ριζών με μ.
Dictionary of Greek. 2013.